- θηριότροφος
- θηριότροφος, -ον (Α)αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος, νεό-τροφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηριότροφος — abounding in wild beasts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριοτρόφος — ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, ον) το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις αρχ. ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν… … Dictionary of Greek
θηριοτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί θηρία. 2. θηριοδαμαστής. 3. «θηριοτρόφα περιοχή», περιοχή γεμάτη θηρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηριοτρόφους — θηριότροφος abounding in wild beasts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριοτρόφῳ — θηριότροφος abounding in wild beasts masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
θηριοδαμαστής — ό, θηλ. θηριοδαμάστρια δαμαστής θηρίων,αυτός που έχει ως επάγγελμα να δαμάζει και να γυμνάζει άγρια ζώα, θηριοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δαμαστής (< δαμάζω)] … Dictionary of Greek
θηριοτροφείο — το (Α θηριοτροφεῑον) [θηριοτρόφος] 1. ο χώρος (συνήθως κλουβιά) όπου κλείνονται και τρέφονται άγρια ζώα με σκοπό τη μελέτη τους από ειδικούς ή την παρουσίασή τους στο κοινό νεοελλ. 1. συλλογή ζώων που είναι κλεισμένα σε κλουβιά 2. μτφ. θορυβώδης… … Dictionary of Greek
θηριοτροφώ — θηριοτροφῶ, έω (Α) [θηριοτρόφος] (μόνο ως παθ.) θηριοτροφοῡμαι, έομαι ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο θηρίο … Dictionary of Greek